- παλίντονος
- παλίντονος, -ον (Α)1. (για τόξο) ελαστικός, αυτός που τεντώνει και επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του («παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.)2. ο προς τα πίσω τεντωμένος («Ἔρως... ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους», Αριστοφ.)3. αυτός που προέρχεται από αντίθετες τάσεις4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίντονατα λιθοβόλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τόνος (< τόνος < τείνω), πρβλ. εύ-τονος].
Dictionary of Greek. 2013.